Οι ραβίνοι, εκτός από θρησκευτικοί αρχηγοί, ήταν και διοικητικοί αρχηγοί κάθε κοινότητας. Επέλυαν εσωτερικά προβλήματα, εκπροσωπούσαν την κοινότητα προς στις τοπικές αρχές, απαντούσαν στα ερωτήματα του ποιμνίου, λειτουργούσαν ως θεματοφύλακες νόμων και παραδόσεων.
Η εξαιρετικά ευσεβής ρωμανιώτικη κοινότητα των Ιωαννίνων φιλοξένησε κατά διαστήματα φημισμένους ραβίνους, όπως ο Μωσέ Χαλεβή της Χεβρώνας ή ο Ιτσχάκ Γιεχουντά Α-Κοέν από το Σαφέντ τον 17ο αιώνα, ενώ σημαντικοί ντόπιοι ραβίνοι έζησαν εκεί κατά τον 19ο αιώνα, οπότε βελτιώθηκε το εκπαιδευτικό επίπεδο της κοινότητας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Σμουέλ Νταβίντ, γνωστός ως «Μεγάλος Χαχάμης», και ο Χασμάλ ή Χαΐμ Σμουέλ Χαλεβή, που αποτελεί ιερή μορφή για τους Γιαννιώτες Εβραίους. Αγαπητοί ραβίνοι και δάσκαλοι στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ο Χαχάμ Εζράς και ο Αχάμ Ντάβος.
Απαραίτητα για τη λατρεία είναι τα βιβλία προσευχών, που διακρίνονται σε σιντουρίμ, με τις καθημερινές προσευχές, και μαχζορίμ, με τις εορταστικές, και διαφοροποιούνται ανάλογα με το τυπικό, σεφαραδίτικο ή ρωμανιώτικο.
Το ρωμανιώτικο προσευχολόγιο είναι το Μαχζόρ Ρομάνια, ευρύτατα διαδεδομένο μέχρι τον 15ο αιώνα στον εβραϊκό πληθυσμό του ελλαδικού χώρου. Τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1520 στη Βενετία, ενώ λίγο αργότερα επανεκδόθηκε σε σεφαραδίτικα τυπογραφεία της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης. Περιέχει τις προσευχές όλου του έτους, των Σσαμπάτ και των εορτών. Έχει ενσωματώσει τους λυρικούς θρησκευτικούς και ηθικο-θρησκευτικούς ύμνους, τα πιγιουτίμ, για τις μεγάλες εορτές και τα ειδικά Σσαμπάτ και τους θρήνους, τα κινότ. Πιγιουτίμ και κινότ γράφονταν στα ελληνικά, σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο και ήταν επηρεασμένα από την τοπική παράδοση. Εκεί περιλαμβάνονται επίσης, μεταφρασμένα στα ελληνικά και γραμμένα με εβραϊκούς χαρακτήρες, το βιβλίο της Ρουθ, του Ιωνά, καθώς και το Άσμα Ασμάτων, τα οποία διαβάζονται κατά το Γιομ Κιπούρ, το Σσαβουότ και το Πέσαχ αντιστοίχως. Το Μαχζόρ Ρομάνια περιέχει στα ιουδαιο-ελληνικά και την προσευχή της Νεομηνίας, δηλαδή της Νέας Σελήνης (Ροσς Χόντεσς). Λόγω των περιορισμών στην τυπογραφική δραστηριότητα επί Οθωμανοκρατίας, οι Ρωμανιώτες κατέληξαν να χρησιμοποιούν και σεφαραδίτικα προσευχολόγια, προσθέτοντας στις σελίδες τους χειρόγραφες σημειώσεις.
Με το πέρασμα του χρόνου τα προσευχολόγια εξελίσσονταν, επαυξάνονταν ή απλοποιούνταν. Σήμερα οι Εβραίοι της Ελλάδας έχουν υιοθετήσει σε μεγάλο βαθμό το σεφαραδίτικο προσευχολόγιο, όπως διαμορφώθηκε τον 16ο-17ο αιώνα και το οποίο βασίζεται στα σχόλια του Ισαάκ Λούρια.
Στην Ελλάδα η εβραϊκή λατρεία ακολουθεί δύο διαφορετικά τυπικά, μινχαγκίμ: το ρωμανιώτικο και το σεφαραδίτικο, τα οποία ενώ έχουν ως κοινή βασική γλώσσα την εβραϊκή, διαφέρουν στην τοπική γλώσσα και σε λεπτομέρειες της συναγωγικής, κυρίως, λατρείας.
Στη ρωμανιώτικη λειτουργία χρησιμοποιείται σε σημαντικό βαθμό η γραικο-ιουδαϊκή, ελληνική γλώσσα και μάλιστα δημοτική. Μέχρι σήμερα οι λίγοι εναπομείναντες Ρωμανιώτες της Ελλάδας, που ζουν κυρίως στα Ιωάννινα και στη Χαλκίδα, ακολουθούν το τυπικό που στηρίζεται στο Μαχζόρ Ρομάνια και στο Μινχάγκ Μπενέ Ρόμα, που συνηθιζόταν στην Ιταλία. Η ρωμανιώτικη συναγωγική λειτουργία παρουσιάζει ιδιαιτερότητες ανά εορτή. Έτσι, στις λειτουργίες των μεγάλων εορτών, όπως του Ροσς Ασσανά και του Πέσαχ, ψάλλονται ύμνοι, τα πιγιουτίμ, και άσματα στη γραικο-ιουδαϊκή, τα οποία πλαισιώνουν το συναγωγικό τυπικό.
Δείτε την Ψηφιακή Παρουσίαση