Η Σάρα Γεσούα, σύζυγος Μαρτσέλο Φόρτη, γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1927. Ο πατέρας της πέθανε νωρίς και η μητέρα της, Ζαφείρα, για να ζήσει την οικογένειά της έφτιαχνε ανδρικά καπέλα. Οργανώθηκε από νωρίς στην ΕΠΟΝ και όταν οι Γερμανοί ανέλαβαν τη διοίκηση της πόλης διέφυγε με τη μητέρα της στο χωριό Κούτρουλας στο οποίο παρουσιάστηκε με το όνομα Μαρίκα, ως η νέα δασκάλα. Πολύ σύντομα ανέλαβε δραστήριο ρόλο στην Αντίσταση στρατολογώντας γυναίκες. Μετά το τέλος του πολέμου, κατά τη διάρκεια της Λευκής Τρομοκρατίας, αντιμετώπισε πολλές διώξεις με αποτέλεσμα να καταφύγει στην Αθήνα, όπου προσπάθησε να συνεχίσει τις σπουδές της, αλλά τη συλλάβανε. Όταν αποφυλακίστηκε, μετανάστευσε στην Παλαιστίνη.
Η συνέντευξη έγινε το 2010 στο σπίτι της στο Τελ Αβίβ από τον Ιάσονα Χανδρινό, παρουσία του Αλέξη Μενεξιάδη.
Απόσπασμα της συνέντευξης:
Ένοπλη αντίσταση
Θα ‘ρθεις μαζί μας [με τον ΕΛΑΣ]. Όπου θα πηγαίνουμε εμείς, θα είσαι κι εσύ αντάρτισσα. Κατάλαβα από την πρώτη στιγμή [ότι] ήθελαν εγώ να τους κάνω το τσάι. Αυτά, τους λέω, εγώ δεν θα τα κάνω ποτέ. Αν είναι εγώ να ‘ρθω μαζί σας, ό,τι κάνετε εσείς, θα κάνω κι εγώ. [Μου έλεγαν] Σαρίκα, δεν μπορείς, είσαι ένα κοριτσάκι, να κάνεις αυτό. Εγώ είπα δώστε μου ένα γαϊδουράκι. Εγώ δε θέλω τίποτα, μόνο ένα γαϊδούρι και μετά ξέρω εγώ τι θα κάνω. Σ’ όποιο χωριό θα πάτε θα χτυπάτε τις καμπάνες, όπως μιλάτε εσείς [οι αντάρτες], ο καπετάνιος, θα μου δώσετε και μένα να πω δυο λέξεις στις κοπέλες και στις γυναίκες. Κι έτσι άρχισε.
Όλα τα χωριά ήταν ώρες μακριά το ένα από το άλλο. Ξέρεις τι μας μάθανε οι αντάρτες να κάνουμε; Να ανεβαίνουμε στην κορφή από τα δέντρα. Ήταν τόσο πυκνά που αν ήσουνα πάνω δε σε βλέπουνε. Πρώτη φορά που ήμουνα πάνω, περνούσανε οι αλήτες με τους Γερμανούς κι εγώ φοβήθηκα. Ένας αντάρτης μού είπε δε σ’ ακούνε, δε σ’ ακούνε.
Διαφυγή στη Μέση Ανατολή
Από τους Τσακαίους φεύγαν οι Εβραίοι με μικρά πλοία, με βάρκες μεγάλες, μπορώ να σου πω, με μοτόρ. Μπορούσαν να πάνε από τους Τσακαίους στην Τουρκία. [Μου λέγανε οι Εβραίοι] Σαρίκα μίλησε στους αντάρτες να με περάσουν, να είμαι στη σειρά. Τι κάνανε οι αντάρτες. Τους μαζεύανε τους Εβραίους που θέλανε να φύγουνε και τους βάζανε σε μοναστήρια. Κι εκεί τους φέρανε να φάνε, να πιούνε. Αλλά τι; Τότε μου κάνανε ένα πράμα πολύ άσχημο, αλλά ήμουν αντάρτισσα, δεν ήμουνα Εβραία. Βάζανε σε κάθε Εβραίο που θα φεύγει να τον ψάχνουν πόσες λίρες έχει. Τουλάχιστον έπρεπε να δώσει πέντε λίρες ο καθένας. Είχαν δίκιο οι αντάρτες. Τους ταΐσανε. Πολλές φορές μείνανε εκεί πέρα δεκαπέντε μέρες. Τους ταΐζανε, τους κάνανε.
Δείτε την Ψηφιακή Παρουσίαση