Επικεφαλής της ταλμουδικής σχολής των Ιωαννίνων στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν ο Ματαθίας Δαβίδ Λεβής. Με τη γυναίκα του, που ονομαζόταν Σάρα, απέκτησαν τρεις γιους και δύο κόρες. Ο πρεσβύτερος γιος πρέπει να ήταν ο Μποχόρ Σαμουέλ, που πέθανε το 1868. Οι άλλοι δύο ήταν ο Μεναχέμ που παντρεύτηκε τη Ραχήλ Καλαμάρο, και ο Δαβιτζών που παντρεύτηκε τη Χανούλα. Οι δύο κόρες ήταν η Χάννα (Αννέτα), που παντρεύτηκε τον Σαμουήλ (Ντέλο) Λεβή, αδελφό της συζύγου του Δαβιτζών, και η Φίνα που παντρεύτηκε τον Γιουδά μπεν Γαβριέλ Γιουδά Λεβή.
Η επόμενη γενεά των Λεβή ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα ο Μεναχέμ, η Χάννα και ο Δαβιτζών απέκτησαν συνολικά είκοσι παιδιά. Η τρίτη γενιά, που είδε το φως στα τέλη του 19ου ή στις αρχές του 20ού αιώνα περιλάμβανε σχεδόν διπλάσιο αριθμό ατόμων. Λαμβάνοντας υπόψη τις επιγαμίες, η οικογένεια Λεβή αποτελούσε ισχυρό πόλο της εβραϊκής κοινότητας των Ιωαννίνων. Ταυτόχρονα κατείχε δεσπόζουσα θέση στην κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης.
Ο Μεναχέμ, εκτός από επιχειρηματίας, πρέπει να υπήρξε και ανώτερος λειτουργός, όπως δείχνει ο σωζόμενος διάκοσμος στο μανίκι της στολής του. Στο δημόσιο βίο συμμετείχαν οι επιφανέστεροι εκπρόσωποι των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων. Τα μέλη της οικογένειας Λεβή παρασημοφορήθηκαν τόσο από το οθωμανικό όσο από το ελληνικό κράτος για το κοινωνικό και ανθρωπιστικό έργο τους, όπως η αποτροπή εκτέλεσης Ελλήνων αιχμαλώτων.
Η οικογένεια Λεβή δεν έζησε περιορισμένη στο στενό κύκλο της Ηπείρου. Τα μέλη της πραγματοποιούσαν συχνά ταξίδια αναψυχής στην Ευρώπη. Μερικά, μάλιστα, σπούδασαν, εργάστηκαν ή κατοίκησαν μόνιμα στην Ελβετία, την Ιταλία και τη Γαλλία, ενώ άλλα συνέχισαν και επέκτειναν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες στην Ήπειρο.