Ενώ η εβραϊκή κοινότητα των Ιωαννίνων προσπαθούσε να ισορροπήσει σε μια εποχή έντονων κοινωνικών αλλαγών, παράλληλη πορεία, μέσα από παρόμοιες αντιθέσεις και προβλήματα, ακολουθούσε ολόκληρη η τοπική κοινωνία των Ιωαννίνων. Δεν πρόκειται βεβαίως για μια ιδιαίτερη και εξαιρετική περίπτωση· τα Γιάννενα του 1920 αντιπροσωπεύουν μια μικρογραφία της τότε ελληνικής κοινωνίας: κοινωνικοί μετασχηματισμοί, όραμα μεγαλοϊδεατισμού, αποτυχία μικρασιατικής εκστρατείας, άφιξη προσφυγικών πληθυσμών, ανάπτυξη εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος.
Στα Γιάννενα αυτή την εποχή ιδρύθηκαν σύλλογοι και σωματεία, τα περισσότερα από τα οποία είχαν σαφή κοινωνικό και συνδικαλιστικό χαρακτήρα. Από τους αρτοποιούς μέχρι τους υποδηματοποιούς, όλοι οι εργαζόμενοι ένιωθαν την ανάγκη ενός επίσημου οργάνου που θα προασπιζόταν τα δικαιώματά τους. Έτσι ιδρύθηκε το 1920 το Πανηπειρωτικό Εργατικό Κέντρο, με πρόεδρο τον τσαγκάρη Ν. Μαυρομάτη. Επισήμως από την Πρωτομαγιά του 1923 εμφανίστηκε στα Γιάννενα ένας σοσιαλιστικός-κομμουνιστικός πυρήνας, ο οποίος επιχειρούσε να ενημερώσει τα μέλη του, μα και τον απλό εργατικό κόσμο της πόλης, για αγωνιστικές κινήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως, για παράδειγμα, στην Αμερική ή στην μπολσεβικική Ρωσία. Ως απάντηση σε αυτές τις ριζοσπαστικές κινήσεις συστήθηκαν και συντηρητικότερου χαρακτήρα σωματεία. Όπως ήταν αναμενόμενο, η σύσταση συλλόγων προκάλεσε και αντίστοιχη εκδοτική δραστηριότητα: εφημερίδες, περιοδικά, έντυπα, προκηρύξεις ενημέρωναν τους πολίτες για τις δραστηριότητες του σχηματισμού που εκπροσωπούσαν.
Εκτός από τις σαφούς συνδικαλιστικού χαρακτήρα κινήσεις, ενεργοποιήθηκε ένας σημαντικά δραστήριος πυρήνας αριστερών διανοουμένων, ο οποίος προσπαθούσε να ευαισθητοποιήσει την τοπική κοινωνία σε ζητήματα ιδεολογικά. Μέσα από έντυπο υλικό και συγκεντρώσεις προσπαθούσαν να φέρουν πιο κοντά την ευρωπαϊκή επικαιρότητα. Ενδεικτικά αναφέρουμε την οργάνωση επιμνημόσυνης δέησης για τον θάνατο της Ρόζας Λούξενμπουργκ και του Λήμπνεχτ στη Μητρόπολη της πόλης από τον κύκλο του Γιοσέφ Ελιγιά.
Ο Γιοσέφ Ελιγιά μέσα σε όλη αυτή την κοινωνικο-πολιτική κινητικότητα δεν θα μπορούσε να είχε παραμείνει αδρανής. Άλλωστε δεν έβλεπε τον ρόλο του ως ποιητή αποκομμένο από την πολιτική και την κοινωνική επικαιρότητα, «παιδί ενός αναποδείκτου ακόμη μέλλοντος» κατά τον Νίτσε, όπως και όλοι οι ποιητές της γενιάς, έβλεπε ένα μεγάλο κενό να τον διαχωρίζει από τους παθητικούς ομοτέχνους του, αλλά και από ένα μεγάλο μέρος των συγχρόνων του, ομοθρήσκων μα και χριστιανών. Ξεκινώντας από αυτή την αντίληψη, συμμετείχε σε ομάδες διανοουμένων και ανέπτυξε ριζοσπαστική δράση, η οποία τον οδήγησε στην ποιητική του παραγωγή, φέρνοντάς τον σε ρήξη με το πολιτικό καθεστώς και τον συντηρητικό κύκλο της εβραϊκής κοινότητας της πόλης του.
Δείτε την Ψηφιακή Παρουσίαση