Ο Μωύς Γιουσουρούμ ανήκε σε μια ιστορική ελληνοεβραϊκή οικογένεια. Ο παππούς του, Μποχώρ, ήρθε από τη Σμύρνη στην Αθήνα το 1860 και άνοιξε παλαιοπωλείο στη γωνία Καραϊσκάκη και Ερμού. Το όνομα «Γιουσουρούμ» καθιερώθηκε έκτοτε, ως συνώνυμο της περιοχής γύρω από το Μοναστηράκι. Ο γιος του Νώε ταξίδεψε το 1913 στη Θεσσαλονίκη, όπου παντρεύτηκε την αγαπημένη του, αθηναία Μαζαλτώβ Χαμπίμπ, που τον είχε ακολουθήσει. Εκεί γεννήθηκαν ο Ισαάκ και ο Λεών. Το 1917 η οικογένεια επέστρεψε στην Αθήνα, αγόρασε το σπίτι στο Θησείο και γέννησε τέσσερα ακόμα παιδιά, τον Μωύς (1920), τον Ιάκωβο, την Τζόγια και την Στερίνα.
Ο Μωύς τελείωσε το Θ΄ Γυμνάσιο Αρρένων και σπούδασε στην οδοντιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο υπηρετούσε στον Ερυθρό Σταυρό, ως ειδικευμένος ναρκωτής και έλαβε μέρος στη Μάχη της Κρήτης, στον τομέα του Ηρακλείου, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο. Οργανώθηκε σύντομα στο ΕΑΜ και πρωτοστάτησε στη δημιουργία φοιτητικών εβραϊκών πυρήνων της οργάνωσης στην πρωτεύουσα. Με την έξοδο των Αθηναίων στο βουνό (Σεπτέμβριος 1943), βρέθηκε στα Δερβενοχώρια της Πάρνηθας και πήρε το βάπτισμα του πυρός στις γερμανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Οκτωβρίου. Εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ ως «Γιώργος Γαζής» και ακολούθησε το Τάγμα Παρνασσίδας στην Φωκίδα. Ο Ιάκωβος εντάχθηκε στο γειτονικό 36ο Σύνταγμα. Τον Ιανουάριο του 1944, με εντολή της V Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ, πέρασε στην Πελοπόννησο και τοποθετήθηκε στο 6ο Σύνταγμα Κορίνθου. Εκεί αρχίζει η σημαντικότερη φάση της αντιστασιακής του ζωής. Χάρη στην οργανωτικότητά του, του ανατέθηκε η ευθύνη όλης της παραλιακής ζώνης, ως προωθημένο αντάρτικο φυλάκιο, με έδρα στη Ζαρούχλα και την Ακράτα. Συγκρότησε κινητή ομάδα που συνέλεγε πληροφορίες, κατέστρεφε τηλεγραφικούς στύλους και σιδηροδρομικές γραμμές και εγκαθιστούσε τηλεφωνικές συνδέσεις με τα ορεινά χωριά. Το καλοκαίρι οργάνωσε μόνιμο Φρουραρχείο στη Λυκοποριά (Φ8).
Μετά τις τελευταίες εκκαθαριστικές των Γερμανών τον Αύγουστο, συνάντησε το Σύνταγμα στην ελεύθερη πια Κόρινθο. Μετά την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ, επέστρεψε στο Θησείο. Με την ίδια αίσθηση καθήκοντος που επέδειξε στην Κατοχή, πολέμησε στον Εμφύλιο Πόλεμο (1947-1950) και παρασημοφορήθηκε με το Αργυρούν Αριστείο Ανδρείας και τον Πολεμικό Σταυρό. Έζησε στην Αθήνα μέχρι το τέλος της ζωής του.
Δείτε την Ψηφιακή Παρουσίαση