Το φθινόπωρο του 2000, με αφορμή την πρώτη παρουσίαση στην Ελλάδα της περιοδεύουσας έκθεσης του μουσείου Anne Frank House, «Άννα Φρανκ: μια Ιστορία για το Σήμερα», το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος άρχισε έρευνα πάνω στο θέμα των κρυμμένων εβραιόπαιδων της Κατοχής, αναζητώντας ανάλογες ιστορίες από τον ελλαδικό χώρο.
Σταδιακά, συγκεντρώθηκαν προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα σκληρά χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Ελλάδα και γνώρισαν τον εκτοπισμό, την απώλεια, την ταπείνωση, το φόβο. Στην πιο τρυφερή ηλικία, αναγκάστηκαν να φύγουν από το σπίτι τους, να κρυφτούν να μετακινούνται συνεχώς, να χρησιμοποιούν ψεύτικο όνομα ή και ψεύτικη ταυτότητα ή έχασαν την αληθινή τους ταυτότητα, κάποτε για πάντα.
Η ακολουθία των τότε γεγονότων είναι λίγο πολύ γνωστή: Τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 – 1941 διαδέχθηκε στις 6 Απριλίου του 1941 η γερμανική εισβολή. Ήδη στις 9 Απριλίου, οι Γερμανοί εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη και στις 27 στην Αθήνα.
Στη Θεσσαλονίκη, άρχισε και ο πρώτος συστηματικός διωγμός Ελλήνων Εβραίων, με την συγκέντρωση και τον εξευτελισμό τους στην Πλατεία Ελευθερίας στις 11 Ιουλίου 1942, τα καταναγκαστικά έργα και τον εγκλεισμό τους σε γκέττο, τη συστηματική λεηλάτηση των περιουσιών τους. Η κορύφωση ήρθε με τις υπό φρικτές συνθήκες σιδηροδρομικές αποστολές του 1943. Το 97% των εβραίων της πόλης δεν γύρισαν ποτέ από τα στρατόπεδα εξόντωσης. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που προείδαν το κακό και μπόρεσαν εγκαίρως να κρυφτούν για να γλυτώσουν.
Η Αθήνα υπαγόταν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943 στη ζώνη της ιταλικής δικαιοδοσίας. Οι αντισημιτικοί νόμοι δεν εφαρμόζονταν εδώ και έτσι πολλοί Εβραίοι από τις γερμανοκρατούμενες περιοχές μπόρεσαν να βρουν προσωρινό καταφύγιο. Με την συνθηκολόγηση όμως της Ιταλίας, οι Γερμανοί κατέλαβαν την πρώην Ιταλική ζώνη και επιδόθηκαν εκεί, «ανενόχλητοι» πλέον, στο φριχτό τους έργο. Η διαφορά εδώ ήταν ότι οι Εβραίοι είχαν ήδη πληροφορηθεί, τη τύχη των ομοθρήσκων τους και φρόντισαν εγκαίρως να κρυφτούν. Οι περιπτώσεις Χριστιανών που πρόθυμα βοήθησαν κρύβοντας τους κατατρεγμένους συνανθρώπους τους, ιδίως τα παιδιά, δεν είναι λίγες.
Είναι χαρακτηριστική και αξίζει να προσεχθεί η ιδιαίτερα έντονη έκφραση των συναισθημάτων στις αφηγήσεις των παιδιών. Η αγωνία για την επιβίωση, αποτελεί μια από τις κυριότερες συνισταμένες. Το ίδιο και η αίσθηση της μοναξιάς και του χωρισμού από τους αγαπημένους τους ανθρώπους, της απώλειας ή σε ορισμένες περιπτώσεις της απόρριψης, που όσο και αν δεν ήταν πραγματικές, έσφιγγαν τις παιδικές ψυχές. Το συνεχές απολύτως απαραίτητο για την επιβίωσή τους παίξιμο ενός «ρόλου», καθώς και ο ξαφνικός αποχωρισμός από τους πραγματικούς τους γονείς και η διαμονή για μεγάλο διάστημα με ανθρώπους ξένους στους οποίους, για κάλυψη, έπρεπε να συμπεριφέρονται όπως σε γονείς, οδηγούσαν συχνά σε σύγχυση, που πολλές φορές συνεχίστηκε και μετά το τέλος της Κατοχής.
Επιστροφή στις Ψηφιακές Εκθέσεις