

Παρά την άμεση γειτνίαση της Κέρκυρας με την ηπειρωτική Ελλάδα, όπου υπήρχαν εβραϊκές κοινότητες από την αρχαιότητα, η πρώτη αναφορά για την παρουσία Εβραίων στο νησί γίνεται από τον Βενιαμίν της Τουδέλης μόλις το 1148 και τότε ακόμα πρόκειται για ένα μόλις άτομο, έναν βαφέα ονόματι Ιωσήφ. Η Κέρκυρα βρισκόταν τότε υπό τη διοίκηση του ηγεμόνα της Σικελίας Ρογήρου, πριν περάσει πρόσκαιρα στον Δεσπότη της Ηπείρου, Μιχαήλ Α΄ Άγγελο Κομνηνό το 1214 και έπειτα στον Κάρολο Α΄ τον Ανδηγαυό για τα επόμενα 120 χρόνια (1267-1386). Τότε παρατηρείται για πρώτη φορά μαζική εγκατάσταση Εβραίων στην Κέρκυρα. Το 1267 υπήρχαν ήδη μερικές εκατοντάδες, με προέλευση τόσο από τις περιοχές Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όσο και από την περιοχή της Απουλίας στην Ιταλία.
Η αντιμετώπισή τους από τον τοπικό πληθυσμό ήταν μάλλον εχθρική. Έτσι συνάγεται από τα αλλεπάλληλα διατάγματα (1317, 1324, 1370) που έχουν σκοπό την προστασία τους από τις βίαιες αντιδράσεις και τις μικρές αλλά συχνές ταπεινώσεις από τον τοπικό πληθυσμό. Ενώ η διάθεση των μοναρχών ήταν κατ’ αρχήν ευνοϊκή, ωστόσο η μάλλον απόμακρη εξουσία τους άφηνε την Κοινότητα εκτεθειμένη σε μικροπρεπείς διώξεις των τοπικών αρχόντων. Την εποχή αυτή μαρτυρείται και μια πρώτη εβραϊκή γειτονιά. Η θέση πάντως των Εβραίων στο νησί ήταν σαφώς καλύτερη από εκείνη των ομοθρήσκων τους στην Ηπειρωτική Ευρώπη την ίδια εποχή. Κατάφεραν μάλιστα πολλές φορές να φθάσουν σε υψηλά αξιώματα, ειδικά επί βασιλείας του Καρόλου του Γ΄, οπότε τους παραχωρήθηκαν ορισμένα προνόμια. Μερικά μέλη της Κοινότητας έφτασαν έτσι ακόμα και να συμμετέχουν και σε αντιπροσωπίες του νησιού προς τους βασιλείς στη Νεάπολη. Όταν το 1386 οι Κερκυραίοι, απαυδισμένοι πλέον από τις συνεχείς δυναστικές έριδες για το θρόνο της Νεαπόλεως, έστειλαν αντιπροσωπεία στη Βενετία για να διαπραγματευτεί την παράδοση του νησιού, ο Εβραίος Δαυίδ Σέμος ήταν ένας από τα έξι μέλη της.