Ο Ιωσήφ Νισσήμ είδε το πρώτο φως στην οδό Σαρανταπόρου στην Θεσσαλονίκη, στις 22 Φεβρουαρίου 1919. Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας του εμπόρου Γαβριήλ Νισσήμ και της Μαρίας Αμπαστάδο και μεγάλωσε σε ένα γαλλόφωνο σπίτι με καλή παιδεία. Υπηρετούσε ως δόκιμος στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού, όταν ήχησαν οι σειρήνες της 28ης Οκτωβρίου. Αγαπώντας τη στρατιωτική ζωή και μισώντας διπλά τους Γερμανούς, ως Εβραίος και Έλληνας στρατιώτης, αποφάσισε να συνεχίσει τον πόλεμο έστω και μόνος του. Τις μέρες της γερμανικής εισβολής βρέθηκε μαζί με συναδέλφους του σε ένα καΐκι με προορισμό την Κρήτη. Μετά την ηρωική άμυνα στο νησί, επιβιβάστηκε στο βρετανικό καταδρομικό HMSWarspiteκαι έφτασε στο λιμανι της Αλεξάνδρειας μετά από δυο μέρες, που του φάνηκαν αιώνας, εξαιτίας των συνεχών βομβαρδισμών από τα Στούκας.
Στη Μέση Ανατολή ντύθηκε ξανά το χακί και ξεκίνησε μια μυθιστορηματική ζωή. Το καλοκαίρι του 1942 εντάχθηκε εθελοντικά στον «Ιερό Λόχο» του συνταγματάρχη Χριστόδουλου Τσιγάντε. Ήταν ο μόνος Εβραίος σε αυτή την μονάδα των 300 Ελλήνων που εκπαιδεύτηκαν σε στρατόπεδο της Χάιφα, ως επίλεκτοι «κομμάντος» για καταδρομές, πτώσεις με αλεξίπτωτο, μάχες εκ του συστάδην, ανατινάξεις κ.ά. Μετά τη Μάχη του Ελ Αλαμέιν (Οκτώβριος 1942) και την απόκρουση του Ρόμμελ, ο Λόχος εντάχθηκε στη Φάλαγγα του Γαλλου στρατηγού Λεκλέρκ. Ως γαλλομαθής, ο Ιωσήφ εκτελούσε χρέη συνδέσμου κατά τις επιχειρήσεις κατά των Γερμανών στην Τυνησία. Στην κρίσιμη Μάχη του Κσαρ Ριλάν (10-19 Μαρτίου 1943) το τζιπ όπου επέβαινε, ανατινάχτηκε από νάρκη. Για τον τραυματισμό του και την προσπάθειά του να σώσει έναν τραυματία συνάδελφό του, παρασημοφορήθηκε με την ανώτερη διάκριση, το Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας. Ήταν η μεγαλύτερη τιμή σε Έλληνα μαχητή εβραϊκού θρησκεύματος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκτός από την επιχείρηση στη Σάμο (Οκτώβριος 1943) και την εντυπωσιακή εκκένωση 14.000 Ιταλών αιχμαλώτων στην Τουρκία, ο Ιωσήφ πήρε μέρος σε αναρίθμητες επιχειρήσεις και καταδρομές στην Βόρειο Αφρική, από τον Λίβανο μέχρι την Κυρηναϊκή, και αποστρατεύτηκε το 1945 με το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Στην Αθήνα ξαναβρήκε τους γονείς και τα τρία αδέλφια του Ηλία, Ερρίκο και Δώρα, που είχαν κρυφτεί. Μόνο η μεγαλύτερη αδελφή Ρασέλ χάθηκε στο Άουσβιτς, μαζί με συνολικά 80 μέλη των οικογενειών Αμπαστάδο, Ασσέο και Νισσήμ.
Το 1947 παντρεύτηκε τη Ζαν Αροέστι, μια Θεσσαλονικιά Εβραία που είχε γνωρίσει σε στρατόπεδο προσφύγων στο Χαλέπι της Συρίας κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Μετανάστευσαν στην Ιταλία, όπου και ζουν μέχρι σήμερα.
Δείτε την Ψηφιακή Παρουσίαση