Από τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα λειτούργησαν στα Ιωάννινα φωτογραφεία που κάλυπταν τη ζήτηση των εύπορων οικογενειών για αναμνηστικές λήψεις. Στην πόλη έδρασαν τότε φωτογράφοι που αργότερα έγιναν γνωστοί για το έργο τους, όπως ο Γιώργος Πανταζίδης (1864-1941) και ο Γιάννης Μανάκης (1878-1954). Με αυτή την υποδομή, ο Νισήμ Λεβής προσελκύσθηκε στη μαγεία του στερεοσκοπικού φακού όταν σπούδαζε στη Γαλλία και συνέχισε μέχρι την ώριμη ηλικία του.
Η λήψη στερεοσκοπικής φωτογραφίας γινόταν με ειδική μηχανή δύο φακών. Το προϊόν ήταν δύο σχεδόν ταυτόσημες φωτογραφίες, οι οποίες τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη στην κατάλληλη συσκευή θέασης («στερεοσκόπιο»), εμφανίζονταν ως μία ενιαία, παράγοντας την ψευδαίσθηση του βάθους.
Η διεθνής διάδοση της στερεοσκοπίας άρχισε στη δεκαετία του 1850 και μέσα στα επόμενα είκοσι χρόνια ήταν πλέον γνωστή τόσο στην οθωμανική αυτοκρατορία όσο και στην Ελλάδα (πρώτη γνωστή λήψη 1859). Σε λεξικό, αλλά και σε θεατρικό έργο που εκδόθηκαν στην Αθήνα το 1871, εντοπίζεται ο όρος «στερεοσκόπιο».
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, κάθε ευρωπαϊκή μεσοαστική οικογένεια διέθετε ένα στερεοσκόπιο χειρός για να προβάλλει τις στερεοσκοπικές κάρτες και ένα «Taxiphote», για να προβάλλει τις γυάλινες διαφάνειες. Οι γυάλινες διαφάνειες, αν και ακριβότερες, επικράτησαν απέναντι στο χαρτί κι αργότερα στη ζελατίνη, διότι υπερείχαν στην ακρίβεια, τη λεπτομέρεια και την αντοχή.
Οι εισαγωγές στερεοσκοπίων στην Ελλάδα εκμηδενίστηκαν σταδιακά μέχρι το 1938. Λίγα χρόνια πριν, είχε σταματήσει και ο Νισήμ Λεβής να χρησιμοποιεί τη στερεοσκοπική φωτογραφική μηχανή του. Η στερεοσκοπία επρόκειτο να αναβιώσει το 1940, με το περίφημο «View Master», αλλά η λήψη στερεοσκοπικών φωτογραφιών από ερασιτέχνες είχε περάσει στην ιστορία.