Βιογραφικό:

Ο Αλβέρτος-Αβραάμ γεννήθηκε το 1925 στον Βόλο. Πατέρας του ήταν ο Σαμουήλ, ιδιοκτήτης ενός εργοστασίου που κατασκεύαζε κρεβάτια και ενός εμπορικού καταστήματος. Μητέρα του ήταν η Τζούλια, το γένος Φρανσές. Η οικογένεια απέκτησε τρία παιδιά, τον Βίκτωρ-Χαΐμ (γ. 1922), τον Αλβέρτο-Αβραάμ και τον Ιτσχάκ-Τζέικ (γ. 1931). Το σπίτι τους ήταν στην οδό Ρήγα Φεραίου. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής η οικογένεια κρύφτηκε στο χωριό Κανάλια και διασώθηκε ολόκληρη. Ο Αλβέρτος κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ και υπηρέτησε σε διάφορες περιοχές της Ανατολικής Θεσσαλίας. Απολύθηκε από τον ΕΛΑΣ μετά τα Δεκεμβριανά. Επιστρέφοντας στον Βόλο ξεκίνησε και πάλι την οικογενειακή επιχείρηση, ενώ από το 1946 μέχρι το 1949 υπηρέτησε στο στρατό. Μετά τον πόλεμο, διάφορα μέλη της οικογένειάς του μετανάστευσαν στο Ισραήλ, με πρώτο τον μικρό του αδερφό Ιτσχάκ. Ο Αλβέρτος ήταν ο τελευταίος από την οικογένεια που εγκαταστάθηκε στο Ισραήλ το 1949. Εκεί ξανασυνάντησε τη μέλλουσα γυναίκα του, που είχε πρωτογνωρίσει σε κάποιο ταξίδι στην Αθήνα, και στις αρχές της δεκαετίας του ’50 παντρεύτηκαν. Απέκτησαν δύο παιδιά. Στο Ισραήλ, συνέχισε την επαγγελματική ενασχόληση που είχε στην Ελλάδα ανοίγοντας με τον μεγάλο του αδερφό ένα εργοστάσιο κατασκευής κρεβατιών, ενώ αργότερα απέκτησε εμπορικό κατάστημα με έπιπλα.
Την συνέντευξη πήρε η Ελένη Μπεζέ το 2017 στο σπίτι του στο Ισραήλ.
Απόσπασμα της συνέντευξης:
Φυλώντας τσίλιες

Οι Γερμανοί έρχονταν στο χωριό για να κλέψουνε. Από το σχολείο ήμουν στην ΕΠΟΝ. Ήταν και ο [μεγαλύτερος] αδερφός μου στο ΕΑΜ. Ήμουν σε μια εκκλησία για να φυλάξουμε [να ειδοποιήσουμε] μην έρθουν οι Γερμανοί. Έτυχε, μια φορά [που] ήμουν στην Επάνω Κερασιά και ανεβήκαν οι Γερμανοί,[να μου πουν] οι χωριάτες στο δρόμο,[ότι] έρχονται οι Γερμανοί από τον Βόλο. Κι ειδοποίησα [τους αντάρτες] για να φύγουν. Και μετά ανέβηκα στο βουνό. Η ζωή σε κίνηση.